- ἀπολεπίζω
- ἀπολεπίζωpeelpres subj act 1st sgἀπολεπίζωpeelpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απολεπίζω — ἀπολεπίζω (Μ) ξεφλουδίζω … Dictionary of Greek
απολεπίζω — απολεπίζω, απολέπισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπολεπίσει — ἀπολεπίζω peel aor subj act 3rd sg (epic) ἀπολεπίζω peel fut ind mid 2nd sg ἀπολεπίζω peel fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπισθέντα — ἀπολεπίζω peel aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπολεπίζω peel aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπίσαι — ἀπολεπίζω peel aor inf act ἀπολεπίσαῑ , ἀπολεπίζω peel aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπίσαντα — ἀπολεπίζω peel aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπολεπίζω peel aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπίσεις — ἀπολεπίζω peel aor subj act 2nd sg (epic) ἀπολεπίζω peel fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπισθεῖσαι — ἀπολεπίζω peel aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπίζονται — ἀπολεπίζω peel pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπίζοντος — ἀπολεπίζω peel pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)